-
1 ξυμβολη
ἥ1) соединение, стык или скрещение(τριῶν κελεύθων Aesch.; sc. τῶν ὁδῶν Xen.)
2) сращение(τῶν νεύρων Arst.)
3) слияние(τῶν ποταμῶν Diod.)
4) встреча, непосредственное соседство(φωνηέντων Arst.)
5) сочленение, шов(τῶν ὀστέων Plat.)
6) смыкание(τῶν χειλῶν Arst.)
7) край, конец, застежка(τοῦ ζωστῆρος Her.)
8) столкновение, стычка, схватка (sc. τῶν νηῶν Aesch.)9) соглашение, контракт(συνθῆκαι καὴ συμβολαί Arst.)
10) преимущ. pl. денежный взнос, вклад, пожертвование Luc.συμβολὰς πράττεσθαι Arph. — взимать взносы, устраивать складчину;
συμβολὰς μεγάλας τῷ κοινῷ δοῦναι Plut. — сделать большой вклад в общегосударственное дело;οὐκ ἐλάττονας συμβολὰς παρασχέσθαι εἴς τι Plut. — сыграть немалую роль в чем-л.11) обед вскладчину Xen. -
2 συμβολη
ἥ1) соединение, стык или скрещение(τριῶν κελεύθων Aesch.; sc. τῶν ὁδῶν Xen.)
2) сращение(τῶν νεύρων Arst.)
3) слияние(τῶν ποταμῶν Diod.)
4) встреча, непосредственное соседство(φωνηέντων Arst.)
5) сочленение, шов(τῶν ὀστέων Plat.)
6) смыкание(τῶν χειλῶν Arst.)
7) край, конец, застежка(τοῦ ζωστῆρος Her.)
8) столкновение, стычка, схватка (sc. τῶν νηῶν Aesch.)9) соглашение, контракт(συνθῆκαι καὴ συμβολαί Arst.)
10) преимущ. pl. денежный взнос, вклад, пожертвование Luc.συμβολὰς πράττεσθαι Arph. — взимать взносы, устраивать складчину;
συμβολὰς μεγάλας τῷ κοινῷ δοῦναι Plut. — сделать большой вклад в общегосударственное дело;οὐκ ἐλάττονας συμβολὰς παρασχέσθαι εἴς τι Plut. — сыграть немалую роль в чем-л.11) обед вскладчину Xen. -
3 ψιλοω
1) обнажать от волос, брить(τέν κεφαλήν Her.)
χελιδόνες ἐψιλωμέναι Arst. — ласточки, потерявшие оперение2) обнажать, лишатьτῶν ὑμένων ψιλούμενος Arst. — лишенный оболочек;
τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Her. — содранное с костей мясо;φιλωθῆναι ὑπὸ ῥεύματος Xen. — (о корнях) обнажиться вследствие разлива воды;ψ. τινα τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Her. — лишить кого-л. большей части силы3) оставлять без защиты, ослаблять(τινα Thuc., Xen.)
ψιλωθέντα κέρατα Polyb. — обнаженные фланги4) грам. помечать знаком слабого придыхания или употреблять непридыхательные буквы (tenues) -
4 αναιρεσις
- εως ἥ1) подбирание, уборка (преимущ. павших на поле сражения); погребение(νεκρῶν Thuc., Lys., Polyb.; ὀστέων Eur.; τῶν πεσόντων Plut.)
2) надевание(θέσις καὴ ἀ. ὅπλων Plat.)
3) принятие на себя(ἔργων Plat.)
4) уничтожение, разрушение, истребление, разорение(Πλαταιέων Xen.; τειχῶν καὴ πόλεων Dem.)
5) свержение(τυράννων Plut.)
6) изъятие, отмена(ὑπατείας, δογμάτων καὴ πράξεων Plut.)
7) лог. полное снятие (аргумента), опровержение, прямое отрицание Arst. -
5 μυελός
См. также в других словарях:
εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… … Dictionary of Greek
ρικνώνω — ῥικνῶ, όω, ΝΜΑ [ῥικνός] 1. κάνω κάτι να ζαρώσει, καθιστώ κάτι ρικνό, τό σκεβρώνω 2. (μέσ. και παθ.) ρικνώνομαι και ῥικνοῡμαι, όομαι α) γίνομαι ρικνός, συρρικνώνομαι, συμμαζεύομαι, συστέλλομαι β) ρυτιδώνομαι, ζαρώνω μσν. αρχ. 1. συστέλλω 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
συναύξησις — ήσεως, ἡ, Α [συναύξω / ομαι] 1. το να αυξάνεται κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναύξησις τῶν ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. αύξηση 3. (σχετικά με αρρώστιες) επιδείνωση … Dictionary of Greek
σωρεία — Πόλη της αρχαίας Ηπείρου, στη Χαονία, στα βόρεια της λίμνης του Βοθρωτού. Κοντά στη λίμνη σώζονται λείψανα αρχαίων κτισμάτων. * * * η, ΝΜΑ [σωρεύω] συσσωρευμένη ποσότητα, μεγάλη ποσότητα (α. «σωρεία εγγράφων» β. «σωρεία επιχειρημάτων» γ. «οὐκ… … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek
συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
διάφυση — η (Α διάφυσις) 1. το τμήμα τών μακρών οστών ανάμεσα στα δύο άκρα («ἐκ τῆς διαφύσεως τῶν τοῡ πήχεος ὀστέων», Ιπποκρ.) 2. βλάστηση αρχ. 1. διχοτόμηση, κατανομή 2. ρωγμή σε βράχο 3. αρμός ανάμεσα στον κορμό και στο κλαδί 4. διαχωριστική γραμμή 5.… … Dictionary of Greek
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό … Dictionary of Greek
ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος … Dictionary of Greek